- ραμαζάν(ι)
- το, Ν1. ο ένατος μήνας τού ισλαμικού έτους, κατά τον οποίο, σύμφωνα με την παράδοση, παραδόθηκε το Κοράνιο ως οδηγός τών ανθρώπων2. οι κανόνες οι οποίοι επιβάλλεται να τηρούνται από τους πιστούς κατά τον μήνα αυτό, όπως είναι η νηστεία, η εγκράτεια, η υπακοή στις εντολές τού θεού.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ramazān < αραβ. Ramadān].
Dictionary of Greek. 2013.