ραμαζάν(ι)

ραμαζάν(ι)
το, Ν
1. ο ένατος μήνας τού ισλαμικού έτους, κατά τον οποίο, σύμφωνα με την παράδοση, παραδόθηκε το Κοράνιο ως οδηγός τών ανθρώπων
2. οι κανόνες οι οποίοι επιβάλλεται να τηρούνται από τους πιστούς κατά τον μήνα αυτό, όπως είναι η νηστεία, η εγκράτεια, η υπακοή στις εντολές τού θεού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ramazān < αραβ. Ramadān].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μπαϊράμι — Λέξη τουρκοπερσική, που σημαίνει γιορτή. Ειδικά ονομάζονται μ. οι δύο μεγάλες γιορτές της μουσουλμανικής θρησκείας, το μικρό μ., που λέγεται από τους Τούρκους σεκέρμ, και το κουρμπάν μ. (γιορτή των θυσιών). Οι Τούρκοι θεωρούν το πρώτο… …   Dictionary of Greek

  • νηστεία — Η εθελοντική ή υποχρεωτική αποχή από την τροφή γενικά ή από ορισμένες τροφές. Ο όρος χρησιμοποιείται από πολλούς λαούς για να δηλώσει κυρίως την εθελοντική αποχή από ορισμένες τροφές (ιδιαίτερα λιπαρές) για θρησκευτικούς λόγους. Η ν. ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”